εισέλευσις

εισέλευσις
εἰσέλευσις, η (AM)
1. είσοδος, πέρασμα
2. άφιξη, ερχομός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εἰσέλευσις — entrance fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσελεύσει — εἰσέλευσις entrance fem nom/voc/acc dual (attic epic) εἰσελεύσεϊ , εἰσέλευσις entrance fem dat sg (epic) εἰσέλευσις entrance fem dat sg (attic ionic) εἰσέρχομαι go in fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσελεύσεις — εἰσέλευσις entrance fem nom/voc pl (attic epic) εἰσέλευσις entrance fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσελεύσηι — εἰσέλευσις entrance fem dat sg (epic) εἰσελεύσῃ , εἰσέρχομαι go in fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσέλευσιν — εἰσέλευσις entrance fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπεισέλευση — η / ὑπεισέλευσις, εύσεως, ΝΑ η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υπεισέρχομαι νεοελλ. (νομ.) η είσοδος τού κληρονόμου στο ενιαίο σύνολο τών δικαιωμάτων και τών υποχρεώσεων τού κληρονομουμένου, η οποία τελείται αυτοδικαίως με την επαγωγή τής… …   Dictionary of Greek

  • εἰσελεύσεως — εἰσελεύσεω̆ς , εἰσέλευσις entrance fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσελεύσῃ — εἰσελεύσηι , εἰσέλευσις entrance fem dat sg (epic) εἰσέρχομαι go in fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”